- σιρομάστης
- και σειρομάοτης, ὁ, Α1. εργαλείο που χρησιμοποιούσαν οι τελώνες και οι εισπράκτορες φόρων, όταν ερευνούσαν αποθήκες σταριού, ή σε καιρό πολέμου οι στρατιώτες για να διαπιστώσουν μήπως υπάρχουν υπόνομοι2. λόγχη με ακίδες στραμμένες προς τα πίσω3. η χρησιμοποίηση τού εργαλείου αυτού.[ΕΤΥΜΟΛ. < σιρός / σειρός «αποθήκη» + -μάστης (< μαίομαι «ψάχνω, επιζητώ»)].
Dictionary of Greek. 2013.