σιρομάστης

σιρομάστης
και σειρομάοτης, ὁ, Α
1. εργαλείο που χρησιμοποιούσαν οι τελώνες και οι εισπράκτορες φόρων, όταν ερευνούσαν αποθήκες σταριού, ή σε καιρό πολέμου οι στρατιώτες για να διαπιστώσουν μήπως υπάρχουν υπόνομοι
2. λόγχη με ακίδες στραμμένες προς τα πίσω
3. η χρησιμοποίηση τού εργαλείου αυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιρός / σειρός «αποθήκη» + -μάστης (< μαίομαι «ψάχνω, επιζητώ»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σιρομάστης — pit searcher masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιρομαστῶν — σιρομάστης pit searcher masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιρομάσταις — σιρομάστης pit searcher masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιρομάστην — σιρομάστης pit searcher masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιρομάστῃ — σιρομάστης pit searcher masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιρομάστας — σιρομάστᾱς , σιρομάστης pit searcher masc acc pl σιρομάστᾱς , σιρομάστης pit searcher masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σειρομάστης — ὁ, Α βλ. σιρομάστης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”